ύγγεμος

ύγγεμος
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σαλαμινίους) «συλλαβή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ. τού οποίου το α' συνθετικό έχει προέλθει από την πρόθεση συν με σίγηση τού αρκτικού σ- (βλ. και λ. ὑστάς), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *gem- «πιάνω με τα δυο χέρια, λαμβάνω, παίρνω» (βλ. και λ. γέμω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • жму — жать, укр. жму, жати, блр. жаць, сербск. цслав. жьмѫ, жѩти, σφίγγειν, сербохорв. жме̑м, же̏ти, праслав. *žьmǫ, *žęti. Итер. жимать. С др. ступенью вокализма; словен. gomolja ком , чеш. homole – то же, укр. гомок ком земли и т. д. (Бернекер 1,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

  • υστάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δασεῑα ἄμπελος». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για κυπριακό τ. τής λ. συστάς με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. και λ. ὕγγεμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”